- ἐξερέεινε
- ἐξερεείνωinquire intopres imperat act 2nd sg (epic)ἐξερεείνωinquire intoimperf ind act 3rd sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εξερεείνω — ἐξερεείνω (Α) [ερεείνω] 1. ρωτώ να μάθω («ἐξερέεινε ἕκαστα», Ομ. Οδ.) 2. εξετάζω 3. ρωτώ 4. ερευνώ, αναζητώ («πόρους ἁλὸς ἐξερεείνων», Ομ. Οδ.) 5. δοκιμάζω τις χορδές τής κιθάρας … Dictionary of Greek